- αγορίνα
- η1. το αγοροκόριτσο*2. (θωπευτικά) το αγοράκι*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγορίνα — η κορίτσι με τρόπους αγοριού: Σιγά σιγά έχασε το όνομά της κι όλοι την έλεγαν αγορίνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγόρι — το [Μ ἀγόρι(ν) και ἀγούρι(ν)] 1. το αρσενικό παιδί ανεξάρτητα από ηλικία, σε αντιδιαστολή προς τα θηλυκά κόρη, κορίτσι 2. με χρήση επιθέτου (= αρσενικός) νεοελλ. 1. το μικρό σε ηλικία αρσενικό παιδί 2. (θωπευτικά) ως προσφώνηση σε προσφιλή άτομα… … Dictionary of Greek
αγόρω — η [αγόρι] 1. η αγορίνα* 2. ως κύριο όνομα Αγόρω … Dictionary of Greek
αγοροκόριτσο — το κορίτσι που φέρνεται σαν αγόρι, αγορίνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)